Η πολιτισμική αξία της Πρέσπας μπορεί να στηριχτεί στις πολυάριθμες αρχαιολογικές θέσεις, ευρήματα και μνημεία κυρίως της βυζαντινής & μεταβυζαντινής εποχής, καθώς και οικισμούς με αξιόλογα παραδοσιακά χαρακτηριστικά. Στα μνημεία περιλαμβάνονται μεσοβυζαντινοί και υστεροβυζαντινοί ναοί, μοναστήρια, ασκηταριά και βραχογραφίες, καθώς και εκκλησίες του 19ου και 20ου αιώνα.
Οι ιστορικές συνθήκες οδήγησαν ώστε η περιοχή να λάβει διάφορες πολιτισμικές επιρροές, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ιστορία και στο τοπίο, οδηγώντας στη δημιουργία σημαντικών μνημείων, τα οποία μαρτυρούν τον πλούτο της ανθρώπινης παρουσίας.
Οι πρώτες καταγραφές των αρχαιολογικών θέσεων της άγνωστης ως τα μέσα του 19ου αιώνα Δυτικής Μακεδονίας έγιναν από περιηγητές όπως ο Pouqueville (1820), ο συστηματικότερος Leake (1835) ή ο Hahn (1868), οι οποίοι πάντα είχαν στην «ατζέντα» τους την ταυτοποίηση ερειπίων με σημαντικές θέσεις του αρχαιοελληνικού ή του ρωμαϊκού κόσμου.
Τα τεκμήρια μαρτυρούν τη διαχρονική και αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια της από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Ωστόσο δεν αποκλείεται και η πρωιμότερη κατοίκιση της περιοχής από τη νεολιθική ήδη εποχή στο σύνολο της λεκάνης των λιμνών αλλά και της ευρύτερης περιοχής, γνωρίζοντας για την -από τη νεολιθική περίοδο ως τα ιστορικά χρόνια- χρήση του σπηλαίου του «Tren», στο αλβανικό, δυτικό άκρο της Μικρής Πρέσπας, τους νεολιθικούς λιμναίους οικισμούς στην αποξηραμένη λίμνη Maliq στα δυτικά της Μικρής Πρέσπας και του Δισπηλιού της Καστοριάς.
Γνωρίζουμε επίσης ότι, κατά τους κλασικούς χρόνους, η αρχαία Πρέσπα – Αρχαία Βρυγηίδα, αποτελούσε το βόρειο τμήμα της αρχαίας Λυγκιστίδος(Luncus ή Lyncesits) και την ύπαρξη της αρχαίας πόλης Λύκης ή Λύκας, λείψανα της οποίας βρίσκονται -ως φαίνεται- στην Μικρή Πρέσπα και το νησάκι του Αγίου Αχιλλείου.
Ύστερα, η περιοχή αποτέλεσε επαρχία των Ιλλυρίων, αργότερα Μακεδονικά φύλλα ήρθαν στις ορεινές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και σχημάτισαν μικρά βασιλευόμενα κρατίδια που διατηρήθηκαν μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και έπειτα με την κατάλυσή του Μακεδονικού Βασιλείου, το 148 π.Χ. η περιοχή έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Άνω Μακεδονίας.
Για εκείνη την εποχή και την μετέπειτα, έως την έλευση του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, οι γνώσεις μας για την περιοχή είναι περιορισμένες. Γνωρίζουμε όμως ότι για μεγάλη περίοδο η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών και ανά διαστήματα δεχόταν Βουλγαρικές και Σλαβικές παρουσίες και επιδρομές.
Στα τέλη του 9ου αιώνα την περιοχή είχε καταλάβει ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών. Ακολούθησαν ανακατατάξεις, μέχρι και το 976 οπότε και ξεκίνησαν επαναστατικές ζυμώσεις, προς ανασύσταση του Βουλγαρικού κράτους με πρωταγωνιστή τον Σαμουήλ, ο οποίος το 997-8 ανακηρύχτηκε Τσάρος. H Δυτική Μακεδονία γίνεται τμήμα του ανεξάρτητου Βουλγαρικού κράτους και ο Σαμουήλ εγκαθιστά στην Πρέσπα την πρωτεύουσά του. Τότε είναι που χτίζεται στο νησί της Mικρής Πρέσπας η μεγαλόπρεπη Βασιλική του Aγίου Aχιλλείου. Η μεταβυζαντινή βασιλική βρέθηκε από την αφάνεια στο επίκεντρο, έπειτα από τις εργασίες ανασκαφών του καθηγητή αρχιτεκτονικής Νικόλαου Μουτσόπουλου και του συνεργείου του από τα μέσα του 1960 έως και τη δεκαετία του 1990.
Ο πιο σκληρός και μακροχρόνιος πόλεμος μεταξύ του Βυζαντίου και των Βουλγάρων, με επικεφαλής τον Βασίλειο τον Β΄ απέναντι στον Σαμουήλ, έληξε το έτος 1017 μ.Χ., αφήνοντας στον πρώτο τον χαρακτηρισμό Βουλγαροκτόνος, έπειτα και από την πρακτική τύφλωσης ενός μεγάλου μέρους του ηττημένου στρατού του Σαμουήλ. Το 1018 ο Βασίλειος Β΄ οχυρώνει τη λιμναία χώρα με δύο ισχυρά φρούρια, τη Βασιλίδα και το Κωνστάντιο και ιδρύει την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος.
Η εθνολογική σύσταση της περιοχής στα τέλη του 10ου αιώνα και αρχές 11ου δεν είναι ξεκάθαρη καθώς η περιοχή λειτουργούσε ως ένα σταυροδρόμι στην περιοχή των Βαλκανίων τα προηγούμενα χρόνια και αποτέλεσε ένα στρατηγικό σημείο και εμπορικό κέντρο από τον 11ο αιώνα έως και το τέλος της Οθωμανικής κτήσης.
Έπειτα από τον Σαμουήλ και τους Βυζαντινούς «παρέλασαν» από την περιοχή Νορμανδοί, Βενετοί, Αλαμάνοι, Νορμανδοί και Φράγκοι για περιορισμένες περιόδους και τον 14ο αιώνα κυριάρχησαν οι Σέρβοι με τον Στέφανο Δουσάν. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ταραγμένα, μέχρι και την έλευση της κυριαρχίας των Οθωμανών το 1386 η οποία κράτησε για 526 χρόνια.
Η Πρέσπα ελεγχόταν από τοπικούς άρχοντες, όπως οι Δραγάσηδες. Η χαλαρή πίεση των Τούρκων στην περιοχή και η ιδιαιτερότητα του τοπίου συγκεντρώνει πλήθος πιστών χριστιανών και από τον 14ο μέχρι τον 19ο αιώνα η περιοχή γεμίζει εκκλησιές, μοναστήρια, ξωκκλήσια, μοναστικά κοινόβια, ερημητήρια και ασκητήρια. Κάποια μνημεία της εποχής είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο νησί του Αγίου Αχιλλείου (τέλη του 15ου αιώνα), αυτή του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ (1591) και το μοναστήρι της Παναγίας της Πορφύρας στον Άγιο Αχίλλειο το 1524. Τα χρόνια εκείνα επίσης φαίνεται μέσω των τοιχογραφιών σε διάφορους ναούς, επιγραφές και τα ασκηταριά της περιοχής, ότι σημειώθηκε σημαντική άνθηση της θρησκευτικής αγιογραφίας.Περίπου από το 1870 και μετά ξεκινούν οι επαναστατικές ζυμώσεις μεταξύ των χριστιανών κατοίκων για την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, ενώ ταυτόχρονα η Μακεδονία βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης αντίπαλων εθνικών ιδεώνμε τη διεκδίκηση των εδαφών της από τα χριστιανικά κράτη της περιοχής (κυρίως Ελλάδα, Βουλγαρία και δευτερευόντως Σερβία). Εκείνη την εποχή σύμφωνα με τον Γάλλο Pouqueville το σύνολο του πληθυσμού σε όλη τη λεκάνη ήταν περίπου 10.000.
Το διάστημα από το τελευταίο τέταρτο του 19ου έως και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα σηματοδότησε γενικά για τα Βαλκάνια μια έντονη περίοδος ένοπλων συγκρούσεων, διπλωματικών διεργασιών, συνοριακών μεταβολών και μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων.Και η περιοχή της Πρέσπας βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης. Έζησε την ταραγμένη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων που ακολούθησαν. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) κατοχυρώθηκαν τα σύνορα και η λίμνη Μεγάλη Πρέσπα χωρίστηκε στα 3 κράτη ενώ τα σημερινά σύνορα στην περιοχή οριστικοποιήθηκαν το 1924.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και από το 1914-1918 στην Πρέσπα, όπως και σε όλη την περιοχή της Φλώρινας υπήρχαν γαλλικά στρατεύματα ως προγεφύρωμα στον κίνδυνο βουλγαρο-γερμανικής διείσδυσης. Από την περίοδο εκείνη έχουν μείνει πολλά σημάδια στον χώρο, και κυρίως πολλοί δρόμοι και άλλα τεχνικά έργα στα βουνά της περιοχής.
Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι από την περιοχή μετανάστευσαν προς Ρουμανία, Αμερική και Καναδά. Στον πληθυσμό που παρέμεινε προστέθηκαν το 1923 88 οικογένειες προσφύγων Ελλήνων από τον Πόντο οι οποίες εγκαθίστανται σε τέσσερα χωριά της Πρέσπας, στον Λευκώνα, στον συνοικισμό του Λαιμού και του Αγ. Γερμανού και στην Πύλη. Επίσης, η εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων το 1923 και 1924 σε συγκεκριμένα χωριά της Πρέσπας -τα οποία εγκατέλειψαν οι μουσουλμανικές οικογένειες- άλλαξε και άλλο τους πληθυσμιακούς και εθνοτικούς συσχετισμούς.
Την περίοδο αυτή πολλοί Πρεσπιώτες, ακόμα και πρόσφυγες Πόντιοι, αναζητούν την τύχη τους στην Αμερική και την Αυστραλία. Σιγά – σιγά “πιάνονται” οικονομικά και στέλνουν χρήματα στις οικογένειες τους. Το διάστημα αυτό παρατηρείται μεγάλη ανοικοδόμηση στην Πρέσπα και χτίζονται τα περισσότερα σπίτια που σήμερα αποτελούν τον εναπομείναντα παραδοσιακό οικοδομικό ιστό της περιοχής. Μέχρι το 1940 η περιοχή γνώρισε μια περίοδο ακμής με την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος, τις οργανωμένες συναλλαγές με τα αστικά κέντρα και την εισροή συναλλάγματος από τους μετανάστες του εξωτερικού. Ο πληθυσμός της έφτασε τους 12.000 κατοίκους και το διάστημα αυτό χτίστηκαν πολλά και μεγάλα σπίτια.
Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοχής, η Πρέσπα, όπως και η Φλώρινα, περιήλθαν στην ιταλική ζώνη κατοχής.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο ακολούθησε η θλιβερή περίοδος του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), κατά την οποία η περιοχή των Πρεσπών και των Κορεστείων αποτέλεσε επίκεντρο και ελεγχόταν από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, του οποίου το κέντρο της δραστηριοποίησης αποτέλεσε η περιοχή του Ντέβας (Ψαράδες, Πυξός, Βροντερό, Αγκαθωτό)- η λεγόμενη «Άφρικα», όπου είχαν δημιουργηθεί σταθμοί πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, κρατητήρια, παρατηρητήρια και διάφορα σημεία άμυνας. Γνωστές τοποθεσίες από εκείνη την εποχή αποτελούν η Σπηλιά του Ζαχαριάδη και η Σπηλιά του Κόκκαλη ή Νοσοκομείο των Ανταρτών.
Το τέλος του εμφυλίου έφερε την εγκατάλειψη της περιοχής και την κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού της καθώς πολλοί κάτοικοι της Πρέσπας, άντρες, γυναίκες και παιδιά εγκατέλειψαν την περιοχή. Ολόκληρα χωριά ερήμωσαν, όπως η Σφήκα, οι Κρανιές, η Δασερή, ο Πυξός και το Αγκαθωτό. Στον Άγιο Γερμανό, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής με 2.500 χιλιάδες κατοίκους περίπου, ελάχιστοι άνθρωποι ξαναγύρισαν, ενώ το χωριό ερήμωσε για δυο ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1952. Μετά τον Εμφύλιο μένουν τελικά 13 χωριά που είχαν ζωή προπολεμικά. Ακολούθησε έκδηλη αστυνομική και στρατιωτική επιβολή κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες όταν η ευρύτερη περιοχή αντιμετωπιζόταν ως ζώνη ασφαλείας. Μεταπολιτευτικά αυτό το καθεστώς ατόνησε καθώς μόλις μετά την πτώση της Δικτατορίας των συνταγματαρχών επανήλθε σε πλήρως πολιτική διακυβέρνηση.
Η ελληνική Πολιτεία, σε μια προσπάθεια να τονώσει τον πληθυσμό της περιοχής, εγκαθιστά τη δεκαετία του ΄50 περίπου 1.700 νομάδες Βλάχους με κτηνοτροφική παράδοση, από τα μέρη της Ηπείρου, των Γιαννιτσών και της Θεσσαλίας, χωρίς όμως ποτέ η περιοχή να φτάσει την προηγούμενη της άνθηση. Σήμερα στην Πρέσπα μένουν μόνιμα λιγότεροι από1.200 κάτοικοι (περί τους 1500 σε ολόκληρο το Δήμο Πρεσπών).
Ο Εμφύλιος, η ερήμωση των χωριών για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, ο Ψυχρός Πόλεμος και ο επιφυλακτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η περιοχή από τις ηγεσίες των τριών κρατών που μοιράζονται τη λεκάνη, την κατέστησαν από χώρο απείρου φυσικού κάλλους και ιστορικού ενδιαφέροντος σε τόπο εγκατάλειψης και καχυποψίας. Το τελευταίο κύμα μαζικής μετανάστευσης παρατηρήθηκε την δεκαετία του ΄70.
Έπειτα, από τη δεκαετία του ΄’80, με την ολοκλήρωση των εγγειοβελτιωτικών έργων και του αρδευτικού δικτύου και την ανάπτυξη της προσοδοφόρας καλλιέργειας φασολιών ξεκίνησε μια περίοδος ανοικοδόμησης, με αλλαγές στις χρήσεις γης και στις δραστηριότητες των κατοίκων και μια σταθεροποίηση του πληθυσμού.
Βιβλιογραφία