Προστατευόμενη περιοχή

Η Πρέσπα βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και της Ελλάδας. Περιλαμβάνει δύο λίμνες, τη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα και τα υψηλά ορεινά συγκροτήματα που τις περιβάλλουν. Η λεκάνη των Πρεσπών είναι μοιρασμένη σε τρεις χώρες, την Ελλάδα, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Από πού πήρε το όνομα της η περιοχή;

     Στην κλασική αρχαιότητα και ίσως αργότερα, στα ρωμαϊκά χρόνια, όλη η γεωλογική λεκάνη που περιλάμβανε τις λίμνες Πρέσπες, την Αχρίδα και τη λίμνη Μαλίκ στην Αλβανία, ονομάζονταν Δασσαρητική λεκάνη και όλες μαζί οι λίμνες ονομάζονταν λίμνες των Δασσαρητών.

     Οι Φρύγες τις ονόμαζαν Μικρή και Μεγάλη Βρυγηίς.

     Ενώ μέχρι και πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μικρή Πρέσπα ονομάζονταν λίμνη Βεντρόκ ή Βενδρόκ, ένα όνομα με αξεκαθάριστη προέλευση.

 

Και η λέξη Πρέσπα από που προέρχεται; Γνωρίζουμε 3 εκδοχές:

 

    • Τόπος στρωμένος με χιόνι: σλαβική λέξη που σημαίνει σωρός χιόνι ή χιονοστιβάδα ή επιφάνεια με πολύ χιόνι από πάνω.

 

Υπάρχει ένας θρύλος που μιλάει για έναν ταξιδευτή, πολύ παλιά, σε χρόνους περασμένους, που ήρθε από το βορρά τους χειμωνιάτικους μήνες, με χιόνι και κακοκαιρία, κι έφτασε στα χωριά της Πρέσπας, όπου οι κάτοικοι του παραπονιόντουσαν για τη φτώχεια τους. «Μα πως είστε φτωχοί αφού έχετε ένα τόσο μεγάλο και ίσιο κάμπο;» τους ρώτησε, «γιατί δεν τον καλλιεργείτε;». «Ποιος κάμπος;», του είπαν αυτοί, «το ίσιωμα πάνω στο οποίο περπάτησες και ήρθες εδώ δεν είναι κάμπος, αλλά η παγωμένη λίμνη που πάνω της έχει πέσει χιόνι και σκεπάζει τον πάγο». Ο ταξιδιώτης απόρησε, τρόμαξε και ονόμασε Πρέσπα την περιοχή, δηλαδή τόπο στρωμένο με χιόνι.

 

    • Προσλαβική λέξη από τη ρίζα «πρασ-» των Παιόνων που σημαίνει παρουσία νερών, με δεύτερο συνθετικό τη μεσαιωνολατινική λέξη «pa,pe» που σημαίνει χώρα, τόπος
    • Λατινική λέξη «praesepe» που σημαίνει φάτνη, και κατέληξε να σημαίνει κατάκλειστο και ασφαλισμένο τόπο. Και τέτοιος τόπος είναι πράγματι η Πρέσπα, ένα λεκανοπέδιο κλεισμένο από παντού με βουνά.

 

Το Εθνικό Πάρκο Πρεσπών ταυτίζεται χωρικά με το ελληνικό τμήμα της λεκάνης απορροής των λιμνών Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα. Η περιοχή ευθύνης του Φορέα Διαχείρισης εκτείνεται έως τα όρια του Δήμου Πρεσπών, συμπεριλαμβάνοντας και ορεινούς όγκους που βρίσκονται έξω από τη λεκάνη απορροής των λιμνών.

Η περιοχή παρόλη τη περιορισμένη έκτασή της παρουσιάζει έναν σπάνιο πλούτο φυσικών στοιχείων και αποτελεί έναν σπάνιο τόπο συνεύρεσης. Αποτελεί ένα διεθνώς σημαντικό υγρότοπο φιλοξενώντας απειλούμενα είδη πουλιών, ένα βοτανικό σταυροδρόμι με φυτά σπάνια, ενδημικά και με ιδιαίτερο βιογεωγραφικό ενδιαφέρον και ένα σπουδαίο οικολογικό καταφύγιο για τα μεγάλα θηλαστικά στη χώρα μας.

Χάρη στη μεγάλη οικολογική σημασία της, έχει ενταχθεί στο πανευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους Natura 2000 (Φύση 2000). Η περιοχή ευθύνης του Φορέα περιλαμβάνει συνολικά 4 περιοχές Natura 2000 (Πίνακας) και σχεδόν ταυτίζεται με τα όρια του Δήμου Πρεσπών.

Παράλληλα, οι λίμνες προστατεύονται από τη Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ για τους υγροτόπους.

 

Πίνακας. Περιοχή ευθύνης του ΦΔΕΠαΠ εντός του Δικτύου ΦΥΣΗ 2000

Κωδικός περιοχής στο δίκτυο Natura 2000Ονομασία περιοχήςΤύπος περιοχής NATURAΈκταση περιοχής/
Ha
% έκτασης του Δήμου Πρεσπών που καλύπτει η εν λόγω GR
GR1340001Εθνικός Δρυμός ΠρεσπώνΕΖΔ -ΖΕΠ26.613,0651,64
GR1340003Όρη ΒαρνούνταΕΖΔ -ΖΕΠ6.076,6211,80
GR1340009Όρη Βαρνούντα- ευρύτερη περιοχήπΤΚΣ1.496,222,9
GR1340010Δρυμός Πρεσπών-ευρύτερη περιοχήπΤΚΣ7.540,4014,63
  • ΖΕΠ: Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα Πουλιά, όπως ορίζονται στην οδηγία 79/409/EU
  • ΕΖΔ: Ειδικές Ζώνες Διατήρησης , όπως ορίζονται στην Οδηγία για τους Οικοτόπους
  • πΤΚΣ: Προτεινόμενοι Τόποι Κοινοτικής Σημασίας

Οι λίμνες

Η λίμνη Μικρή Πρέσπα βρίσκεται σε μέσο υψόμετρο 853,5 m, χαρακτηρίζοντάς την την υψηλότερη λίμνη στα Βαλκάνια, και έχει έκταση 47,4 τ. χλμ. περίπου, από τα οποία 42,9 τ. χλμ. αποτελούν το ελληνικό τμήμα, ενώ το υπόλοιπο ανήκει στην Αλβανία. Το μέγιστο βάθος της φθάνει τα 8,4 m, ενώ το μέσο βάθος είναι περίπου 4 m. Το μέγιστο μήκος της είναι περίπου 13 χλμ. και το μέγιστο πλάτος περίπου 6 χλμ. Μέσα στη λίμνη βρίσκονται δύο μικρά νησιά, ο Άγιος Αχίλλειος (έκταση περίπου 55 ha)  και  το Βιδρονήσι (περίπου 4 ha).

Η λίμνη Μεγάλη Πρέσπα έχει έκταση πολύ μεγαλύτερη από τη Μικρή Πρέσπα, 281,7 τ. χλμ., από τα οποία τα 38,6 τ. χλμ. ανήκουν στην Ελλάδα. Το μέγιστο βάθος της φθάνει τα 56 μέτρα και το μήκος και πλάτος της είναι 26 και 20 χλμ αντίστοιχα.

Η παρόχθια ζώνη της λίμνης Μικρή Πρέσπα είναι σχεδόν όλη βαλτώδης, ενώ της Μεγάλης κυρίως βραχώδης και δευτερευόντως αμμώδης, ενώ μικρά μόνο τμήματά της έχουν γίνει ελώδη, λόγω της μεγάλης πτώσης της στάθμης της κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Οι δύο λίμνες επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός διαύλου που βρίσκεται στη θέση Κούλα αλλά και με υπόγεια ροή μέσω του ισθμού που χωρίζει τις λίμνες μεταξύ τους. Καθώς η λίμνη Μικρή Πρέσπα βρίσκεται ψηλότερα από τη Μεγάλη Πρέσπα, υπερχειλίζει σε αυτήν, όπως οι απορροή της μέσω του διαύλου ελέγχεται από ένα θηρόφραγμα στο σημείο ένωσής τους.

Πως δημιουργήθηκαν;

 

Οι δύο λίμνες δεν είχαν πάντα τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Στο πέρασμα των χρόνων, το τοπίο, η έκτασή τους και η μορφολογία της περιοχής άλλαξε πολλές φορές, άλλοτε εξαιτίας φυσικών διεργασιών και άλλοτε λόγω ανθρώπινων παρεμβάσεων.

Για τη δημιουργία των λιμνών γνωρίζουμε διάφορους θρύλους από την περιοχή, και οι ερμηνείες των κατοίκων της περιοχής επιβεβαιώνονται από τις επιστήμες της γεωλογίας, της παλαιολιμνολογίας και της φυλογέννεσης που μας έχουν δώσει διάφορες απαντήσεις για το παρελθόν της περιοχής.

Μία λίμνη

 

Η Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα εντάσσονται στην ομάδα λιμνών της λεγόμενης Δασσαρητικής λεκάνης μαζί με τις λίμνες Aχρίδα και Μαλίκ (Στην Αλβανία, αποξηράνθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τη δημιουργία των λιμνών αυτών, οι οποίες δεν αλληλοαποκλείονται. Μια από αυτές αναφέρει ότι σύμφωνα με την παλαιογεωγραφία της περιοχής, οι λίμνες αυτές κατά τη διάρκεια του Πλειόκαινου και Πλειστόκαινου αποτελούσαν ένα σύνθετο σύστημα ρηχών περιοχών που κατακλύζονταν από το νερό της θάλασσας της εποχής εκείνης («Αιγαία λίμνη»).

Η αποκρυπτογράφηση των γεοτόπων της Πρέσπας μας δίνει πληροφορίες από εκείνη την εποχή (5 έως 3 εκ. χρόνια ), και μέσω θαλάσσιων απολιθωμάτων και ιζημάτων (στην περιοχή του Πυξού) που μαρτυρούν την πρότερη παρουσία της θάλασσας σε περιοχές που σήμερα είναι ορεινές.

Με βάση τη παραπάνω θεωρία, στη συνέχεια, τεκτονικά γεγονότα οδήγησαν στο κλείσιμο των συνδέσεων μεταξύ των τεσσάρων λιμνών και η λεκάνη των Πρεσπών δημιουργήθηκε από μια σειρά ρηγμάτων με ΒΑ-ΝΔ διεύθυνση.

Είναι πολύ πιθανό, ότι οι λίμνες αυτές πέρασαν από διάφορα στάδια στη λιμνολογική τους ιστορία (ως παλαιόλιμνες) και προς στιγμήν η ακριβής τους καταγωγή και η καταγωγή της χλωρίδας και πανίδας τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.

Οι δύο λίμνες κατατάσσονται, μαζί με τη λίμνη Αχρίδα, στις αρχαιότερες λίμνες της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι τρεις αυτές λίμνες διαφέρουν σε σύγκριση με τις πιο πολλές λίμνες της Ευρώπης, οι οποίες δημιουργήθηκαν πριν από μόλις λίγες χιλιάδες χρόνια, μετά το λιώσιμο των παγετώνων που κάλυπταν τα δύο τρίτα της.

Στην αρχαιότητα αυτών των «αδελφών λιμνών» όπως χαρακτηρίζονται, οφείλονται και οι πλούσιοι ενδημισμοί τους, ιδιαίτερα στην ιχθυοπανίδα και τα υδρόβια μαλάκια, που είναι και οι περισσότερο μελετημένες ομάδες με ενδημικά είδη, καθώς βοηθούν στην αποκάλυψη των ιχνών της προέλευσης και εξέλιξης της ζωής στις αρχαίες λίμνες.

Χάρτης που απεικονίζει την παλαιολιμνολογική ανακατασκευή της περιοχής που καταλάμβανε κάθε μία από τις λίμνες των Δασσαρητών και τα απομεινάρια της αρχαίας Αιγίας Παλαιόλιμνης, σύμφωνα με τον Cvijic (1911). 

Η θεωρία του –διαφορετική από αυτή που αναφέρεται στο κυρίως κείμενο- προτείνει ότι η κάθε μια από τις λίμνες αυτές δημιουργήθηκαν de novo από πηγές ή ποτάμια. Σύμφωνα με αυτήν, η Αχρίδα δεν είχε ποτέ απευθείας σύνδεση ούτε με την Πρέσπα, ούτε με τη λίμνη Μαλίκ, ούτε με τα απομεινάρια της αρχαίας Αιγαίας παλαιόλιμνης.

 

 

Δύο λίμνες

 

Μόλις τις τελευταίες δεκάδες χιλιάδες χρόνια, το ποτάμι του Αγίου Γερμανού (Στάρα Ρέκα όπως λεγόταν παλιότερα), που πηγάζει από το όρος Βαρνούντας, λόγω της συνεχούς μεταφοράς και απόθεσης φερτών υλικών (ιζημάτων) με τα ορμητικά νερά του, σιγά σιγά σχημάτισε μια λωρίδα γης, που χώρισε τη λίμνη στα δύο, τη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Ο ισθμός, έχει μήκος  περίπου 4 χλμ. και πλάτος που κυμαίνεται μεταξύ 100 και 500 μ.

Η επιφάνεια της Μικρής Πρέσπας είναι – από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά – πάντα υψηλότερα από την επιφάνεια της Μεγάλης. Οι δύο λίμνες επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός στενού περάσματος στη θέση «Κούλα» και υπογείως. Η μεγάλη Πρέσπα γνωρίζουμε ότι επικοινωνεί μέσω υπόγειων καταβοθρών με τη λίμνη Αχρίδα, η στάθμη νερού της οποίας βρίσκεται περίπου 160 μέτρα χαμηλότερα.

 

Περισσότερες πληροφορίες για τη νεότερη ιστορία των λιμνών μπορείτε να βρείτε παρακάτω.

Η μικρή ιστορία της Πρέσπας

    Η πολιτισμική αξία της Πρέσπας μπορεί να στηριχτεί στις πολυάριθμες αρχαιολογικές θέσεις, ευρήματα και μνημεία κυρίως της βυζαντινής & μεταβυζαντινής εποχής, καθώς και οικισμούς με αξιόλογα παραδοσιακά χαρακτηριστικά. Στα μνημεία περιλαμβάνονται μεσοβυζαντινοί και υστεροβυζαντινοί ναοί, μοναστήρια, ασκηταριά και βραχογραφίες, καθώς και εκκλησίες του 19ου και 20ου αιώνα.

    Οι ιστορικές συνθήκες οδήγησαν ώστε η περιοχή να λάβει διάφορες πολιτισμικές επιρροές, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ιστορία και στο τοπίο, οδηγώντας στη δημιουργία σημαντικών μνημείων, τα οποία μαρτυρούν τον πλούτο της ανθρώπινης παρουσίας.

    Οι   πρώτες   καταγραφές   των   αρχαιολογικών   θέσεων   της   άγνωστης  ως τα μέσα του 19ου αιώνα Δυτικής Μακεδονίας έγιναν από περιηγητές όπως ο Pouqueville (1820), ο συστηματικότερος Leake (1835) ή ο Hahn (1868), οι οποίοι πάντα είχαν στην «ατζέντα» τους την ταυτοποίηση ερειπίων με σημαντικές θέσεις του αρχαιοελληνικού ή του ρωμαϊκού κόσμου.

    Τα τεκμήρια μαρτυρούν τη διαχρονική και αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια της από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Ωστόσο δεν αποκλείεται και η πρωιμότερη κατοίκιση της περιοχής από τη νεολιθική ήδη εποχή  στο  σύνολο  της  λεκάνης  των λιμνών αλλά  και της ευρύτερης περιοχής, γνωρίζοντας για την -από τη νεολιθική περίοδο ως τα ιστορικά χρόνια- χρήση του σπηλαίου του «Tren», στο  αλβανικό,  δυτικό άκρο της Μικρής Πρέσπας, τους νεολιθικούς λιμναίους οικισμούς στην αποξηραμένη  λίμνη Maliq στα δυτικά της Μικρής Πρέσπας και του Δισπηλιού της Καστοριάς.

    Γνωρίζουμε επίσης ότι, κατά τους κλασικούς χρόνους, η αρχαία Πρέσπα – Αρχαία Βρυγηίδα, αποτελούσε το βόρειο τμήμα της αρχαίας  Λυγκιστίδος(Luncus ή Lyncesits) και την ύπαρξη της αρχαίας πόλης Λύκης ή Λύκας, λείψανα της οποίας βρίσκονται -ως φαίνεται- στην Μικρή Πρέσπα και το νησάκι του Αγίου Αχιλλείου.

    Ύστερα, η περιοχή αποτέλεσε επαρχία των Ιλλυρίων, αργότερα Μακεδονικά φύλλα ήρθαν στις ορεινές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και σχημάτισαν μικρά βασιλευόμενα κρατίδια που διατηρήθηκαν μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και έπειτα με την κατάλυσή του Μακεδονικού Βασιλείου, το 148 π.Χ. η περιοχή έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Άνω Μακεδονίας.

    Για εκείνη την εποχή και την μετέπειτα, έως την έλευση του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, οι γνώσεις μας για την περιοχή είναι περιορισμένες. Γνωρίζουμε όμως ότι για μεγάλη περίοδο η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών και ανά διαστήματα δεχόταν Βουλγαρικές και Σλαβικές παρουσίες και επιδρομές.

    Στα τέλη του 9ου αιώνα την περιοχή είχε καταλάβει ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών. Ακολούθησαν ανακατατάξεις, μέχρι και το 976 οπότε και ξεκίνησαν επαναστατικές ζυμώσεις, προς ανασύσταση του Βουλγαρικού κράτους με πρωταγωνιστή τον Σαμουήλ, ο οποίος το 997-8 ανακηρύχτηκε Τσάρος. H Δυτική Μακεδονία γίνεται τμήμα του ανεξάρτητου Βουλγαρικού κράτους και ο Σαμουήλ εγκαθιστά στην Πρέσπα την πρωτεύουσά του. Τότε είναι που χτίζεται στο νησί της Mικρής Πρέσπας η μεγαλόπρεπη Βασιλική του Aγίου Aχιλλείου. Η μεταβυζαντινή βασιλική βρέθηκε από την αφάνεια στο επίκεντρο, έπειτα από τις εργασίες ανασκαφών του καθηγητή αρχιτεκτονικής Νικόλαου Μουτσόπουλου και του συνεργείου του από τα μέσα του 1960 έως και τη δεκαετία του 1990.

    Ο πιο σκληρός και μακροχρόνιος πόλεμος μεταξύ του Βυζαντίου και των Βουλγάρων, με επικεφαλής τον Βασίλειο τον Β΄ απέναντι στον Σαμουήλ, έληξε το έτος 1017 μ.Χ., αφήνοντας στον πρώτο τον χαρακτηρισμό Βουλγαροκτόνος, έπειτα και από την πρακτική τύφλωσης ενός μεγάλου μέρους του ηττημένου στρατού του Σαμουήλ.  Το 1018 ο Βασίλειος Β΄ οχυρώνει τη λιμναία χώρα με δύο ισχυρά φρούρια, τη Βασιλίδα και το Κωνστάντιο και ιδρύει την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος.

    Η εθνολογική σύσταση της περιοχής στα τέλη του 10ου αιώνα και αρχές 11ου  δεν είναι ξεκάθαρη καθώς η περιοχή λειτουργούσε ως ένα σταυροδρόμι στην περιοχή των Βαλκανίων τα προηγούμενα χρόνια και αποτέλεσε ένα στρατηγικό σημείο και εμπορικό κέντρο από τον 11ο αιώνα έως και το τέλος της Οθωμανικής κτήσης.

    Έπειτα από τον Σαμουήλ και τους Βυζαντινούς «παρέλασαν» από την περιοχή Νορμανδοί, Βενετοί, Αλαμάνοι, Νορμανδοί και Φράγκοι για περιορισμένες περιόδους και τον 14ο αιώνα κυριάρχησαν οι Σέρβοι με τον Στέφανο Δουσάν. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ταραγμένα, μέχρι και την έλευση της κυριαρχίας των Οθωμανών το 1386 η οποία κράτησε για 526 χρόνια.

    Η Πρέσπα ελεγχόταν από τοπικούς άρχοντες, όπως οι Δραγάσηδες. Η χαλαρή πίεση των Τούρκων στην περιοχή και η ιδιαιτερότητα του τοπίου συγκεντρώνει πλήθος πιστών χριστιανών και από τον 14ο μέχρι τον 19ο αιώνα η περιοχή γεμίζει εκκλησιές, μοναστήρια, ξωκκλήσια, μοναστικά κοινόβια, ερημητήρια και ασκητήρια. Κάποια μνημεία της εποχής είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο νησί του Αγίου Αχιλλείου (τέλη του 15ου αιώνα), αυτή του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ (1591) και το μοναστήρι της Παναγίας της Πορφύρας στον Άγιο Αχίλλειο το 1524. Τα χρόνια εκείνα επίσης φαίνεται μέσω των τοιχογραφιών σε διάφορους ναούς, επιγραφές και τα ασκηταριά της περιοχής, ότι σημειώθηκε σημαντική άνθηση της θρησκευτικής αγιογραφίας.Περίπου από το 1870 και μετά ξεκινούν οι επαναστατικές ζυμώσεις μεταξύ των χριστιανών κατοίκων για την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, ενώ ταυτόχρονα η Μακεδονία βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης αντίπαλων εθνικών ιδεώνμε τη διεκδίκηση των εδαφών της από τα χριστιανικά κράτη της περιοχής (κυρίως Ελλάδα, Βουλγαρία και δευτερευόντως Σερβία). Εκείνη την εποχή σύμφωνα με τον Γάλλο Pouqueville το σύνολο του πληθυσμού σε όλη τη λεκάνη ήταν περίπου 10.000.

   Το διάστημα από το τελευταίο τέταρτο του 19ου έως και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα σηματοδότησε γενικά για τα Βαλκάνια μια έντονη περίοδος ένοπλων συγκρούσεων, διπλωματικών διεργασιών, συνοριακών μεταβολών και μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων.Και η περιοχή της Πρέσπας βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης. Έζησε την ταραγμένη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων που ακολούθησαν. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) κατοχυρώθηκαν τα σύνορα και η λίμνη Μεγάλη Πρέσπα χωρίστηκε στα 3 κράτη ενώ τα σημερινά σύνορα στην περιοχή οριστικοποιήθηκαν το 1924.

    Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και από το 1914-1918 στην Πρέσπα, όπως και σε όλη την περιοχή της Φλώρινας υπήρχαν γαλλικά στρατεύματα ως προγεφύρωμα στον κίνδυνο βουλγαρο-γερμανικής διείσδυσης. Από την περίοδο εκείνη έχουν μείνει πολλά σημάδια στον χώρο, και κυρίως πολλοί δρόμοι και άλλα τεχνικά έργα στα βουνά της περιοχής.

    Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι από την περιοχή μετανάστευσαν προς Ρουμανία, Αμερική και Καναδά. Στον πληθυσμό που παρέμεινε προστέθηκαν το 1923 88 οικογένειες προσφύγων Ελλήνων από τον Πόντο οι οποίες εγκαθίστανται σε τέσσερα χωριά της Πρέσπας, στον Λευκώνα, στον συνοικισμό του Λαιμού και του Αγ. Γερμανού και στην Πύλη. Επίσης, η εγκατάσταση Μικρασιατών  προσφύγων  το 1923  και  1924  σε  συγκεκριμένα  χωριά  της  Πρέσπας -τα οποία   εγκατέλειψαν οι μουσουλμανικές οικογένειες- άλλαξε και άλλο τους πληθυσμιακούς   και   εθνοτικούς   συσχετισμούς.

    Την περίοδο αυτή πολλοί Πρεσπιώτες, ακόμα και πρόσφυγες Πόντιοι, αναζητούν την τύχη τους στην Αμερική και την Αυστραλία. Σιγά – σιγά “πιάνονται” οικονομικά και στέλνουν χρήματα στις οικογένειες τους. Το διάστημα αυτό παρατηρείται μεγάλη ανοικοδόμηση στην Πρέσπα και χτίζονται τα περισσότερα σπίτια που σήμερα αποτελούν τον εναπομείναντα παραδοσιακό οικοδομικό ιστό της περιοχής. Μέχρι το 1940 η περιοχή γνώρισε μια περίοδο ακμής με την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος, τις οργανωμένες συναλλαγές με τα αστικά κέντρα και την εισροή συναλλάγματος από τους μετανάστες του εξωτερικού. Ο πληθυσμός της έφτασε τους 12.000 κατοίκους και το διάστημα αυτό χτίστηκαν πολλά και μεγάλα σπίτια.

    Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοχής, η Πρέσπα, όπως και η Φλώρινα, περιήλθαν στην ιταλική ζώνη κατοχής.

    Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο ακολούθησε η θλιβερή περίοδος του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), κατά την οποία η περιοχή των Πρεσπών και των Κορεστείων αποτέλεσε επίκεντρο και ελεγχόταν από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, του οποίου το κέντρο της δραστηριοποίησης αποτέλεσε η περιοχή του Ντέβας (Ψαράδες, Πυξός, Βροντερό, Αγκαθωτό)- η λεγόμενη «Άφρικα», όπου είχαν δημιουργηθεί σταθμοί πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, κρατητήρια, παρατηρητήρια και διάφορα σημεία άμυνας. Γνωστές τοποθεσίες από εκείνη την εποχή αποτελούν η Σπηλιά του Ζαχαριάδη και η Σπηλιά του Κόκκαλη ή Νοσοκομείο των Ανταρτών.

    Το τέλος του εμφυλίου έφερε την εγκατάλειψη της περιοχής και την κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού της καθώς πολλοί κάτοικοι της Πρέσπας, άντρες, γυναίκες και παιδιά εγκατέλειψαν την περιοχή. Ολόκληρα χωριά ερήμωσαν, όπως η Σφήκα, οι Κρανιές, η Δασερή, ο Πυξός και το Αγκαθωτό. Στον Άγιο Γερμανό, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής με 2.500 χιλιάδες κατοίκους περίπου, ελάχιστοι άνθρωποι ξαναγύρισαν, ενώ το χωριό ερήμωσε για δυο ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1952. Μετά τον Εμφύλιο μένουν τελικά 13 χωριά που είχαν ζωή προπολεμικά. Ακολούθησε έκδηλη  αστυνομική και στρατιωτική επιβολή κατά τις πρώτες  μετεμφυλιακές δεκαετίες όταν η ευρύτερη περιοχή αντιμετωπιζόταν ως ζώνη ασφαλείας. Μεταπολιτευτικά  αυτό  το  καθεστώς ατόνησε καθώς μόλις μετά την πτώση της Δικτατορίας των συνταγματαρχών επανήλθε σε πλήρως πολιτική διακυβέρνηση.

    Η ελληνική Πολιτεία, σε μια προσπάθεια να τονώσει τον πληθυσμό της περιοχής, εγκαθιστά τη δεκαετία του ΄50 περίπου 1.700 νομάδες Βλάχους με κτηνοτροφική παράδοση, από τα μέρη της Ηπείρου, των Γιαννιτσών και της Θεσσαλίας, χωρίς όμως ποτέ η περιοχή να φτάσει την προηγούμενη της άνθηση. Σήμερα στην Πρέσπα μένουν μόνιμα λιγότεροι από1.200 κάτοικοι (περί τους 1500 σε ολόκληρο το Δήμο Πρεσπών).

    Ο Εμφύλιος, η ερήμωση των χωριών για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, ο Ψυχρός Πόλεμος και ο επιφυλακτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η περιοχή από τις ηγεσίες των τριών κρατών που μοιράζονται τη λεκάνη, την κατέστησαν από χώρο απείρου φυσικού κάλλους και ιστορικού ενδιαφέροντος σε τόπο εγκατάλειψης και καχυποψίας. Το τελευταίο κύμα μαζικής μετανάστευσης παρατηρήθηκε την δεκαετία του ΄70.

    Έπειτα, από τη δεκαετία του ΄’80, με την ολοκλήρωση των εγγειοβελτιωτικών έργων και του αρδευτικού δικτύου και την ανάπτυξη της προσοδοφόρας καλλιέργειας φασολιών ξεκίνησε μια περίοδος ανοικοδόμησης, με αλλαγές στις χρήσεις γης και στις δραστηριότητες των κατοίκων και μια σταθεροποίηση του πληθυσμού.

 

Βιβλιογραφία

Βιβλιογραφία

 

  • Albrecht, C., & Wilke, T. (2008). Ancient Lake Ohrid: biodiversity and evolution. Hydrobiologia, 615, 103-140.
  • Stankovic, S., 1960. The Balkan Lake Ohrid and Its Living World.Monographiae Biologicae IX. Dr. W. Junk, Den Haag. 357 pp.
  • Πρέσπα-τα μονοπάτια της φύσης και της ιστορίας, Εταιρία Προστασίας Πρεσπών, 2009

Δορυφορική εικόνα των λιμνών Αχρίδα, Μεγάλη και Μικρή Πρέσπα